- όνομαι
- ὄνομαι (Α)(επικ. τ.)1. επιρρίπτω μομφή σε κάποιον, κατηγορώ, χλευάζω2. περιφρονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις τού ρήματος με χεττιτ. hanhaniya «κατηγορώ», με ιρλδ. on «λάθος» και με λατ. nota «γνώρισμα, σημείο» θεωρούνται εξαιρετικά αμφίβολες. Αβέβαιη θεωρείται, εξάλλου, και η αναγωγή τού ρήματος στην ΙΕ ρίζα *neid- «επιπλήττω, υβρίζω» (πρβλ. όνειδος), που θα προϋπέθετε θ. ονοδ- (πρβλ. ονοστός)].
Dictionary of Greek. 2013.